- ρόντο
- Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία και refrain = απάντηση εν χορώ). To Ρ. επανεμφανίστηκε στη Γαλλία (αλλά και στη Γερμανία) κατά τον 17o αι., ως μορφή που συνίσταται στην επανάληψη των διάφορων στροφών σε τονικότητα συγγενή με τη βασική. Από εδώ προέκυψε η μορφή του Ρ., που τη χαρακτηρίζει πολύ μπρίο και που χρησιμοποιείται συχνά ως φινάλε σε συμφωνίες, σονάτες, κουαρτέτα κλπ. και ως διαρθρωτικό στοιχείο στα ίδια και σε άλλα είδη (π.χ. γκαβότες, μενουέτα κλπ.). Το ρ. ήταν συνηθισμένο είδος σε όλο τον 18o αι. (το χρησιμοποίησαν ο Χάιντν, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Κλεμέντι κ.ά.). Σε ερμηνείες πιο ελεύθερες υπάρχουν δείγματα του ακόμα και σε νεότερους χρόνους (π.χ. στον Τιλ Ουλενσπίγκελ του Ρίχαρντ Στράους και στο φινάλε του Κοντσέρτου για βιολοντσέλο του Ντβόρζακ).
Το ρ. διαδόθηκε και ως μορφή φωνητική, που προήλθε από το «ρόντο-καντάτα» της ρωμαϊκής σχολής του 17ου αι. Αποτελείται από τρία μέρη, με επαναλήψεις του πρώτου ύστερα από τα άλλα, και έχει χαρακτήρα δεξιοτεχνικό. Μπήκε και στο μελόδραμα και έγινε στοιχείο πολύ εντυπωσιακό στο τέλος μιας σκηνής ή μιας πράξης στον 18o αι. (π.χ. με τον Τσιμαρόζα στην Ολυμπιάδα, με τον Μότσαρτ στον Ντον Τζοβάνι) και στον 19o αιώνα (π.χ. με τον Ροσίνι στη Σταχτοπούτα και τον Μπελίνι στην Υπνοβάτιδα),
* * *το, Νάκλ. μουσ. μουσική μορφή χορευτικού και ευχάριστου χαρακτήρα που απαντά, συνήθως, στα τελευταία μέρη σονάτας, συμφωνίας ή κοντσέρτου και αποτελεί ένα είδος ρεφραίν με χαρακτηριστικό και συχνά απομνημονεύσιμο θέμα που επανέρχεται όλο και πιο έντονα μετά από εμβόλιμες στροφές.
Dictionary of Greek. 2013.